οἰνο-ποιός

οἰνο-ποιός

οἰνο-ποιός, Wein bereitend, Ath. I, 27 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κολοσσοποιός — κολοσσοποιός, ὁ (Α) αυτός που κατασκευάζει κολοσσούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοσσός + ποιός (< ποιῶ) πρβλ. ανδριαντο ποιός, οινο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • κατοπτροποιείο — το εργαστήριο κατασκευής κατόπτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτοπτρον + ποιείο(ν) (< ποιός < ποιώ), πρβλ. κηρο ποιείον, οινο ποιείον. Η λ., στον λόγιο τ. κατοπτροποιείον, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • λείβω — (Α) 1. κάνω σπονδή χύνοντας οίνο, σπένδω («Διὶ λείβειν αἴθοπα οἶνον», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κάτι να ρεύσει, χέω, χύνω κάτι («δάκρυα λεῑβον», Ομ. Ιλ.) 3. τρέχουν τα μάτια μου, κλαίω («λείβομαι δάκρυσιν κόρας» έχω τα μάτια γεμάτα δάκρυα, Ευρ.) 4. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”