- οἰνο-πόσιον
οἰνο-πόσιον, τό, = οἰνοποσία, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰνο-πόσιον, τό, = οἰνοποσία, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημεροπόσιον — ἡμεροπόσιον, τὸ (Α) ημερήσια μερίδα οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + πόσιον (< πόσις < πίνω), πρβλ. οινο πόσιον, συμ πόσιον] … Dictionary of Greek