- οἰδημάτιον
οἰδημάτιον, τό, dim. zum Vorigen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰδημάτιον, τό, dim. zum Vorigen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οιδημάτιον — οἰδημάτιον, τὸ (Α) [οίδημα] 1. μικρό οίδημα, μικρό εξόγκωμα 2. είδος αλοιφής για τα μάτια … Dictionary of Greek
οἰδημάτιον — swelling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek