οἴδημα

οἴδημα

οἴδημα, τό, das Aufgeschwollene, die Geschwulst, Hippocr. u. Medic.; auch wie das Verbum übertr., τῆς ψυχῆς ὥςπερ οἴδημα τὸν ϑυμὸν ἀναδιδούσης, Plut. Coriol. 15.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οἴδημα — swelling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίδημα — (Ιατρ.). Παρουσία υπερβολικής ποσότητας υγρού στον μεσοκυττάριο χώρο των ιστών, εξαιτίας της οποίας οι ιστοί παρουσιάζονται διογκωμένοι, ανελαστικοί, ωχροί. Το ο. οφείλεται σε αλλοίωση της φυσιολογικής ανταλλαγής υγρών μεταξύ αίματος και ιστών ή… …   Dictionary of Greek

  • οίδημα — το, ατος εξόγκωμα, πρήξιμο: Πνευμονικό οίδημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κουίνκ, οίδημα του- ή αγγειονευρωτικό οίδημα — Περιγεγραμμένο οίδημα του δέρματος και των βλεννογόνων, συγγενές προς την κνίδωση, το οποίο χαρακτηρίζεται από αιφνίδια εμφάνιση, μεγάλη επέκταση και ελαφρώς ερυθρωπή χροιά. Η προσβολή του οιδήματος μπορεί να διαρκέσει για μικρό χρονικό διάστημα… …   Dictionary of Greek

  • αγγειονευρωτικό οίδημα — Έντονο δερματικό οίδημα νευροαγγειοκινητικής αιτιολογίας. Εμφανίζεται απότομα και είναι παροδικό και ανώδυνο, συνήθως αλλεργικής φύσης …   Dictionary of Greek

  • οἴδημ' — οἴδημα , οἴδημα swelling neut nom/voc/acc sg οἴδημι , οἰδάω swell pres ind act 1st sg οἴδημαι , οἰδάω swell pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰδημάτων — οἴδημα swelling neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰδήμασι — οἴδημα swelling neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰδήμασιν — οἴδημα swelling neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰδήματα — οἴδημα swelling neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰδήματι — οἴδημα swelling neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”