- οἰνικός
οἰνικός, von Wein, den Wein betreffend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰνικός, von Wein, den Wein betreffend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οινικός — ή, ό (Α οἰνικός, ή, όν) [οίνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οίνο («οινικό συνάλλαγμα») … Dictionary of Greek
οἰνικῶν — οἰνικός of fem gen pl οἰνικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνικόν — οἰνικός of masc acc sg οἰνικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαθοφοίνιξ — οίνικος, ὁ, Μ φύλλο φοίνικα, σπαθοφοίνικον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάθη + φοίνιξ] … Dictionary of Greek
συροφοίνιξ — οίνικος, ὁ, θηλ. συροφοίνισσα και συροφοινίκισσα, ΜΑ αυτός που κατάγεται από τη Φοινίκη τής Συρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σύρος + Φοῖνιξ] … Dictionary of Greek
τετραχοίνιξ — οίνικος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει περιεκτικότητα τεσσάρων χοινίκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + χοῖνιξ «μέτρο χωρητικότητας»] … Dictionary of Greek
τριημιχοίνιξ — οίνικος, ὁ, ἡ, Α ένας και μισός χοῖνιξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίημι «ενάμισυ» + χοῖνιξ «μέτρο χωρητικότητας στερεών»] … Dictionary of Greek
υγροφοίνιξ — οίνικος, ὁ, Α είδος πτηνού που απωθεί τα υγρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + φοῖνιξ «είδος πτηνού»] … Dictionary of Greek
οἰνικαῖς — οἰνικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνικούς — οἰνικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοίνιξ — Μυθικό ιερό πουλί των αρχαίων Αιγυπτίων. Κατά τον Ηρόδοτο, είχε μέγεθος αετού, με φτερά κόκκινα και χρυσά. Κάθε πεντακόσια χρόνια ερχόταν από την Αραβία στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου, φέρνοντας το πτώμα του πατέρα του, που το είχε τυλιγμένο σε… … Dictionary of Greek