λᾱξευτής

λᾱξευτής

λᾱξευτής, ὁ, = λαξευτήρ, Maneth. 1, 77, neben τέκτων u. λιϑοεργός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαξευτής — stone hewer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαξευτής — ο (AM λαξευτής) [λαξεύω] αυτός που σμιλεύει μορφές ή παραστάσεις σε πέτρα ή μάρμαρο, λιθοξόος, γλύπτης …   Dictionary of Greek

  • λαξευτής — ο ο γλύπτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαξευταί — λαξευτής stone hewer masc nom/voc pl λαξευτός hewn out of the rock fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαξευτοῦ — λαξευτής stone hewer masc gen sg λαξευτός hewn out of the rock masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαξευτήν — λαξευτής stone hewer masc acc sg (attic epic ionic) λαξευτός hewn out of the rock fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαξευτῶν — λαξευτής stone hewer masc gen pl λαξευτός hewn out of the rock fem gen pl λαξευτός hewn out of the rock masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαξευτά — λαξευτά̱ , λαξευτής stone hewer masc nom/voc/acc dual λαξευτής stone hewer masc voc sg λαξευτής stone hewer masc nom sg (epic) λαξευτός hewn out of the rock neut nom/voc/acc pl λαξευτά̱ , λαξευτός hewn out of the rock fem nom/voc/acc dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαξευτάς — λαξευτά̱ς , λαξευτής stone hewer masc acc pl λαξευτά̱ς , λαξευτής stone hewer masc nom sg (epic doric aeolic) λαξευτά̱ς , λαξευτός hewn out of the rock fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαξευτικός — ή, ό (AM λαξευτικός, ή, όν) [λαξευτής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαξευτή ή στην τέχνη του («λαξευτικό εργαλείο») …   Dictionary of Greek

  • λαοτόρος — λαοτόρος, ον (Μ) λαξευτής λίθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος», γεν. λᾶος + τόρος (< τόρος «τρυπάνι» < τορεῖν απρμφ. αορ. τού ρ. τείρω «τρυπώ»), πρβλ. oξv τόρος, ρινο τόρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”