- οἴκτισμα
οἴκτισμα, τό, die Wehklage, εἰς τὰ τῶνδε οἰκτίσματα βλέψας, Eur. Heracl. 159.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἴκτισμα, τό, die Wehklage, εἰς τὰ τῶνδε οἰκτίσματα βλέψας, Eur. Heracl. 159.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οίκτισμα — οἴκτισμα, τὸ (Α) [οικτίζω] θρήνος, κλαυθμός … Dictionary of Greek
οἰκτίσματα — οἴκτισμα lamentation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)