- οἰνιστηρία
οἰνιστηρία, ἡ, s. das Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰνιστηρία, ἡ, s. das Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰνιστηρία — οἰνιστηρίᾱ , οἰνιστηρία cup fem nom/voc/acc dual οἰνιστηρίᾱ , οἰνιστηρία cup fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οινιστηρία — οἰνιστηρία ἡ (Α) [οινιστήρια] το ποτήρι με το οποίο προσφερόταν κρασί κατά τα οινιστήρια … Dictionary of Greek
οινιστήρια — οἰνιστήρια και οἰνιαστήρια, τὰ (Α) εορτή στην αρχαία Αθήνα, κατά την οποία οι γονείς έκοβαν τα μαλλιά και τα γένια τών υιών τους προκειμένου να τοὺς γράψουν στην τάξη τών ἐφήβων, προσέφεραν σπονδή στον Ηρακλέα και έδιναν στους προσκεκλημένους να… … Dictionary of Greek
οἰνιστήρια — a measure of wine neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνιστηρίαν — οἰνιστηρίᾱν , οἰνιστηρία cup fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οινίστρια — οἰνίστρια, ἡ (Α) η οἰνιστηρία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνίζω (Ι) + επίθημα τρία (πρβλ. πολεμίσ τρια, τυμπανίσ τρια)] … Dictionary of Greek
οινιαστήρια — οἰνιαστήρια, τὰ (Α) βλ. οἰνιστήρια … Dictionary of Greek