- οἰν-αχθής
οἰν-αχθής, ές, weinbeschwert, wie οἰνοβαρής, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰν-αχθής, ές, weinbeschwert, wie οἰνοβαρής, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μολιβαχθής — μολιβαχθής, ές (Α) αυτός που είναι βαρύς από τον μόλυβδο που περιέχει, ο μολυβωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλιβος + αχθής (< ἄχθος «βάρος, φορτίο»), πρβλ. ανδρ. αχθής, οιν αχθής] … Dictionary of Greek
νουσαχθής — νουσαχθής, ές (Α) (ποιητ. τ.) βαριά άρρωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος + αχθής (< ἄχθος «βάρος, φορτίο»), πρβλ. μολιβ αχθής οιν αχθής] … Dictionary of Greek