- οἰκήϊος
οἰκήϊος, ion. = οἰκεῖος; Hes. O. 459; Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκήϊος, ion. = οἰκεῖος; Hes. O. 459; Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκήιος — οἰκήϊος , οἰκεῖος in masc nom sg (ionic) οἰκήϊος , οἰκεῖος in masc/fem nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικήιος — οἰκήϊος, ον (Α) ιων. τ. βλ. οἰκείος … Dictionary of Greek
οικείος — α, ο (ΑΜ οἰκεῑος, α, ον, θηλ. και ος, Α ιων. τ. οἰκήϊος, η, ον) [οίκος] 1. αυτός που ανήκει στον οίκο, στην οικογένεια, οικογενειακός, σπιτικός (α. «λέβης οἰκεῑος», Σοφ. β. «τὰ οἰκεῑα τὰ ἑαυτοῡ» η οικογενειακή, η ιδιωτική περιουσία, το νοικοκυριό … Dictionary of Greek