οἰκο-φθόρος

οἰκο-φθόρος

οἰκο-φθόρος, das Haus vernichtend; ἀνήρ, Eur. frg., von Hesych. μοιχός erkl.; das Vermögen vergeudend, Plat. Legg. III, 689 d; einzeln bei Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυροφθόρος — ον, Α αυτός που φθείρει, που καταστρέφει το σιτάρι («πυροφθόρος νοῡσος», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο φθόρος, οικο φθόρος] …   Dictionary of Greek

  • ζωοφθορία — (I) ζωοφθορία, ἡ (Α) έκτρωση, αποβολή, άμβλωση, έκτρωμα, εξάμβλωμα, τέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + φθορια (< φθορος < φθείρω), πρβλ. αλληλο φθορία, οικο φθορία]. (II) ζῳοφθορία, ἡ (Α) διαφθορά ζώων, σαρκική μίξη με ζώα, κτηνοβασία.… …   Dictionary of Greek

  • λαθροφθορώ — λαθροφθορῶ, έω (Α) διαφθείρω κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + φθορῶ (< φθόρος < φθείρω), πρβλ. θυμο φθορώ, οικο φθορώ] …   Dictionary of Greek

  • στρωματοφθορώ — έω, Α φθείρω τα στρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρῶμα, ώματος + φθορῶ (< φθόρος < φθείρω), πρβλ. οικο φθορώ] …   Dictionary of Greek

  • σωματοφθορώ — έω, Α καταστρέφω το σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + φθορῶ (< φθόρος < φθείρω), πρβλ. κατοικο φθορῶ, οικο φθορῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”