- οἰκητής
οἰκητής, ὁ, = οἰκητήρ, der Bewohner; Soph. O. R. 1450; Plat. Phaed. 111 b; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκητής, ὁ, = οἰκητήρ, der Bewohner; Soph. O. R. 1450; Plat. Phaed. 111 b; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οικητής — οἰκητής και, λοκρικός τ., Fοικητὰς, ὁ (Α) [οικώ] 1. κάτοικος, ένοικος 2. (ο λοκρικός τ. Fοικητάς) ο άποικος … Dictionary of Greek
οἰκητής — dweller masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκηταῖς — οἰκητής dweller masc dat pl οἰκητός inhabited fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκηταί — οἰκητής dweller masc nom/voc pl οἰκητός inhabited fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκητοῦ — οἰκητής dweller masc gen sg οἰκητός inhabited masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκητήν — οἰκητής dweller masc acc sg (attic epic ionic) οἰκητός inhabited fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκητά — οἰκητά̱ , οἰκητής dweller masc nom/voc/acc dual οἰκητής dweller masc voc sg οἰκητής dweller masc nom sg (epic) οἰκητός inhabited neut nom/voc/acc pl οἰκητά̱ , οἰκητός inhabited fem nom/voc/acc dual οἰκητά̱ , οἰκητός inhabited fem nom/voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκητάς — οἰκητά̱ς , οἰκητής dweller masc acc pl οἰκητά̱ς , οἰκητής dweller masc nom sg (epic doric aeolic) οἰκητά̱ς , οἰκητός inhabited fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικητικός — οἰκητικός, ή, όν (Α) [οικητής] 1. (σχετικά με ζώα) αυτός που είναι συνηθισμένος σε μόνιμη διαμονή, σε σταθερή κατοικία, κατοικίδιος («[τῶν ζῴων] τὰ μὲν οἰκητικά, τὰ δὲ ἄοικα», Αριστοτ.) 2. αυτός που χρησιμεύει ως τόπος διαμονής ή αυτός που είναι… … Dictionary of Greek