- οἰκο-τρίβης
οἰκο-τρίβης, ὁ, = οἰκότριψ, VLL. erkl. οἰκογενὴς δοῠλος; – aber οἰκοτριβής ist = das Haus aufreibend, verderbend, δαπάνη, Critia. bei Ath. X, 432 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκο-τρίβης, ὁ, = οἰκότριψ, VLL. erkl. οἰκογενὴς δοῠλος; – aber οἰκοτριβής ist = das Haus aufreibend, verderbend, δαπάνη, Critia. bei Ath. X, 432 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιστοτριβής — ἱστοτριβής, ές (Α) αυτός που τρίβεται, δηλ. αυτός που ξαπλώνει, στο κατάστρωμα κοντά στη βάση τού ιστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + τριβής (< τρίβω), πρβλ. οικο τριβής, ωμο τριβής] … Dictionary of Greek
νομοτριβής — νομοτριβής, ές (Μ) έμπειρος νομικός, νομομαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + τριβής (< τρίβω), πρβλ. οικο τριβής] … Dictionary of Greek
πεδοτριβής — ές, ΜΑ αυτός που φθείρει, που κατατρίβει το έδαφος επειδή πατά επανειλημμένως πάνω σε αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + τριβής (< τρίβω), πρβλ. οικο τριβής] … Dictionary of Greek