- οἰκο-σόος
οἰκο-σόος, das Haus, die Wirthschaft erhaltend, Nonn. D. 21, 270.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκο-σόος, das Haus, die Wirthschaft erhaltend, Nonn. D. 21, 270.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηοσόος — και ποιητ. τ. νηοσσόος, ον (Α) αυτός που προστατεύει, που σώζει τα πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + σόος, (< σόος, ιων. τ. τού επιθέτου σώος «σωτήριος, υγιής»), πρβλ. μελισσο σόος, οικο σόος] … Dictionary of Greek