- λᾱ-κατα-πύγων
λᾱ-κατα-πύγων, ονος, ὁ, verstärktes καταπύγων, neben δειλός, Ar. Ach. 639; die v. l. λακοκαταπύγων und die Ableitung von λάκκος ist falsch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λᾱ-κατα-πύγων, ονος, ὁ, verstärktes καταπύγων, neben δειλός, Ar. Ach. 639; die v. l. λακοκαταπύγων und die Ableitung von λάκκος ist falsch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυγούσιος — ία, ον, Α ο πυγονιαῑος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πυγούσιος παράγεται από τη λ. πυγών, όνος, παραμένει, όμως, δυσερμήνευτος ο τρόπος παραγωγής του. Κατά μία άποψη, πρόκειται για κάποιου είδους αναλογικό σχηματισμό, ενώ κατ άλλη άποψη, όχι τόσο πιθανή, ο … Dictionary of Greek