οἰκό-θρεπτος

οἰκό-θρεπτος

οἰκό-θρεπτος, im Hause ernährt, Phot. v. οἰκογενής.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεόθρεπτος — θεόθρεπτος, ον (Α) θεοθρέμμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + θρεπτος (< τρέφω), πρβλ. ελαιό θρεπτος, οικό θρεπτος] …   Dictionary of Greek

  • τεκνόθρεπτος — ὁ, Α θετός γιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + θρεπτος (< τρέφω), πρβλ. οἰκό θρεπτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”