- οἰκό-τροφος
οἰκό-τροφος, im Hause ernährt, D. Chrys. 6, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκό-τροφος, im Hause ernährt, D. Chrys. 6, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
κηρότροφος — (I) κηρότροφος, ον (Α) ο κατασκευασμένος από κερί, κηρόπλαστος, κέρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + τροφός (< τρέφω), πρβλ. λιπαρό τροφος, οικό τροφος]. (II) κηρότροφος, ον (Α) αυτός που τρέφει τον θάνατο, θανατηφόρος («ὅτε λυγρὰ θαλπούσης ὄφιος… … Dictionary of Greek
ιδιότροφος — ἰδιότροφος, ον (Α) αυτός που τρώει ορισμένα μόνο είδη τροφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + τροφος (< τροφή), πρβλ. οικό τροφος, υπό τροφος. Το σύνθ. με ενεργητική σημ. εν αντιθέσει προς τα τρόφος (πρβλ. ιδιο τρόφος), που έχουν παθητική σημ.] … Dictionary of Greek
σχινότροφος — ον, Μ αυτός που τρέφεται με κόκκους σχίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχῖνος + τροφος (< τρέφω, πρβλ. οικό τροφος] … Dictionary of Greek
εστιοτρόφος — ἑστιοτρόφος, ον (Μ) αυτός που τρέφεται στην εστία, στον οίκο, ο οικόσιτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εστία + τροφος (< τρέφω)] … Dictionary of Greek