οἰκό-σῑτος

οἰκό-σῑτος

οἰκό-σῑτος, zu Hause essend, bleibend, Luc. somn. 1, vgl. Sacrif. 9, für sich allein, ohne viele Gäste essend, auf eigene Kosten essend, lebend; übh. der Etwas umsonst thut, vgl. Ath. VI, 247 f, ὁ μὴ μισϑοῦ, ἀλλὰ προῖκα τῇ πόλει ὑπηρετῶν, wo aus Men. angeführt wird μὴ συνάγειν γυναῖκας μηδὲ δειπνίζειν ὄχλον, ἀλλὰ οἰκοσίτους τοὺς γάμους πεποιηκέναι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ομφαλόσιτος — ο ιατρ. εμβρυϊκός οργανισμός με βαρύτατες διαμαρτίες διαπλάσεως, ο οποίος ζει μέσω τής κυκλοφορίας τού ομφάλιου λώρου ως παράσιτο ενός δίδυμου υγιούς εμβρύου και που πεθαίνει μετά τη διατομή τού λώρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός + σιτος (< σίτος),… …   Dictionary of Greek

  • οικείος — α, ο (ΑΜ οἰκεῑος, α, ον, θηλ. και ος, Α ιων. τ. οἰκήϊος, η, ον) [οίκος] 1. αυτός που ανήκει στον οίκο, στην οικογένεια, οικογενειακός, σπιτικός (α. «λέβης οἰκεῑος», Σοφ. β. «τὰ οἰκεῑα τὰ ἑαυτοῡ» η οικογενειακή, η ιδιωτική περιουσία, το νοικοκυριό …   Dictionary of Greek

  • πυροφθόρος — ον, Α αυτός που φθείρει, που καταστρέφει το σιτάρι («πυροφθόρος νοῡσος», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο φθόρος, οικο φθόρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”