- οἰκτείρησις
οἰκτείρησις, ἡ, = οἰκτιρμός; LXX.; Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκτείρησις, ἡ, = οἰκτιρμός; LXX.; Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οικτείρησις — οἰκτείρησις, ἡ (Α) [οικτειρώ] ευσπλαγχνία … Dictionary of Greek
οικτειρήσιμος — οἰκτειρήσιμος, ον (Μ) [οικτείρησις] αξιολύπητος … Dictionary of Greek