- οἰκτισμός
οἰκτισμός, ὁ, das Wehklagen; μύζουσιν οἰκτισμόν, Aesch. Eum. 180; Xen. Conv. 1, 16; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκτισμός, ὁ, das Wehklagen; μύζουσιν οἰκτισμόν, Aesch. Eum. 180; Xen. Conv. 1, 16; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οικτισμός — οἰκτισμός, ὁ (Α) [οικτίζω] θρήνος, οδυρμός («καὶ ἐξεκάγχασεν ἐπὶ τῷ οἰκτισμῷ αὐτοῡ», Ξεν.) … Dictionary of Greek
οἰκτισμός — lamentation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτισμοῦ — οἰκτισμός lamentation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτισμῷ — οἰκτισμός lamentation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτισμόν — οἰκτισμός lamentation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)