- οἰκτιρμός
οἰκτιρμός, ὁ, Mitleid, Bedauern; Pind. P. 1, 85; häufig bei Sp., wie N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκτιρμός, ὁ, Mitleid, Bedauern; Pind. P. 1, 85; häufig bei Sp., wie N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκτιρμός — pity masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικτιρμός — ο (ΑΜ οικτιρμός) οίκτος, ευσπλαγχνία, συμπάθεια, λύπηση («κρέσσων οἰκτιρμοῡ φθόνος», Πίνδ.) αρχ. στον πληθ. οἱ οἰκτιρμοί συναισθήματα οίκτου («καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτίρω + κατάλ. μός … Dictionary of Greek
οικτιρμός — ο ευσπλαχνία, συμπάθεια: Ο ιερέας επικαλέστηκε τον οικτιρμό του Υψίστου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἰκτιρμοῖς — οἰκτιρμός pity masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτιρμοί — οἰκτιρμός pity masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτιρμοῦ — οἰκτιρμός pity masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτιρμούς — οἰκτιρμός pity masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτιρμῶν — οἰκτιρμός pity masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτιρμῷ — οἰκτιρμός pity masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτιρμόν — οἰκτιρμός pity masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
щедрота — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (οἰκτιρμός) милость, милосердие; щедрое подаяние … Словарь церковнославянского языка