- οἰνό-μελι
οἰνό-μελι, ιτος, τό, Weinhonig, eine Art Meth; Mel. 30 (XII, 164); Pol. 12, 2, 7 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰνό-μελι, ιτος, τό, Weinhonig, eine Art Meth; Mel. 30 (XII, 164); Pol. 12, 2, 7 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οινόμελι — το (Α οἰνόμελι, μέλιτος) ποτό παρασκευασμένο από οίνο και μέλι, που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι … Dictionary of Greek
Άοινοι Θεαί — Ονομάζονταν έτσι στην αρχαιότητα οι Ευμενίδες, οι Μούσες και η Μνημοσύνη. Η ονομασία αυτή τους δόθηκε γιατί οι σπονδές προς τιμήν τους δεν περιείχαν ποτέ οίνο (κρασί). Συνήθως οι σπονδές είχαν νερό, μέλι και σιτάρι … Dictionary of Greek