οἰνό-γαρον, τό, mit Wein vermischtes Garum, sp. Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υδρόγαρον — τὸ, ΜΑ σάλτσα ψαριού αραιωμένη με νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + γάρον «άλμη» (πρβλ. οἰνό γαρον)] … Dictionary of Greek
οινόγαρον — οἰνόγαρον τὸ (Α) άλμη αναμεμιγμένη με οίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + γάρον «άλμη»] … Dictionary of Greek