- οἰνό-πεδος
οἰνό-πεδος, mit Weinland, weintragend; ἀλωή, Od. 1, 193. 11, 193; Mosch. 4, 100; s. auch -πέδη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰνό-πεδος, mit Weinland, weintragend; ἀλωή, Od. 1, 193. 11, 193; Mosch. 4, 100; s. auch -πέδη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οινόπεδος — οινόπεδος, ον (ΑΜ, Α θηλ. και έδη) αυτός που έχει έδαφος κατάλληλο για παραγωγή οίνου, αυτός που έχει χώρα αμπελοφόρο, οινοφόρο αρχ. 1. αυτός που παράγει άφθονο οίνο 2. (το θηλ. και το ο υ δ. ως ουσ.) ἡ οἰνοπέδη και τὸ οἰνόπεδον αμπελοφόρος γη,… … Dictionary of Greek