οἰμωξία, ἡ, = Folgdm, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οιμωξία — οἰμωξία και, κατά δ. γρφ., οἰμωκτία, ἡ (Α) [οιμωκτός] οιμωγή, θρήνος … Dictionary of Greek
οιμωκτία — οἰμωκτία, ἡ (Α) βλ. οἰμωξία … Dictionary of Greek