- οἴσπη
οἴσπη, ἡ, das Fett und der Schmutz der ungewaschenen Schaafwolle, Her. 4, 187, v. l. οἰσύπη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἴσπη, ἡ, das Fett und der Schmutz der ungewaschenen Schaafwolle, Her. 4, 187, v. l. οἰσύπη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οίσπη — οἴσπη, ἡ (Α) κοπριά και, ιδίως, οι ακαθαρσίες που προσκολλώνται στα οπίσθια τών αιγοπροβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. γρφ. τής λ. οἰσύπη, ενώ κατ άλλους ο τ. έχει σχηματιστεί με συγκοπή] … Dictionary of Greek
οἴσπη — sheep dung fem nom/voc sg (attic epic ionic) οἰσύπη the grease extracted from sheep s wool fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οισπώτη — οἰσπώτη και οἰσπωτή, ἡ (Α) οίσπη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. με α συνθετικό τον τ. ὄ(F)ις «πρόβατο» (χωρίς συνδετικό φωνήεων ο ) και β συνθετικό έναν αμάρτυρο τ. *σπωτη, η σύνδεση τού οποίου με τη λ. σπατίλη «υδαρές, υγρό περίττωμα» δεν… … Dictionary of Greek