λήδανον

λήδανον

λήδανον, τό, ein orientalisches Baumharz oder Gummi, Her. 3, 107. 112. 128; Diosc. Vgl. λάδανον u. λῆδος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λήδανον — λάδανον neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ладан — У этого термина существуют и другие значения, см. Ладан (значения). Ладан Ладан (др. греч …   Википедия

  • ладан — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  ,  (греч. λάδανον и λήδανον, лат. ladanum, араб, laden …   Словарь церковнославянского языка

  • λάδανο — το (AM λάδανον, Α και λήδανον) βλ. λαύδανο …   Dictionary of Greek

  • λήδανο — το (Α λήδανον) 1. βλ. λαύδανο 2. αρωματική κομμεορητίνη που λαμβάνεται από ορισμένα είδη κίστου, κοινώς γνωστά ως λαδανιά, και η οποία χρησιμοποιούνταν στην ιατρική και ως θυμίαμα, ενώ σήμερα χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και στη σαπωνοποιία …   Dictionary of Greek

  • λήδον — ληδόν, τὸ (Α) θάμνος τής Ανατολής, είδος κίσθου. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού λήδανον*] …   Dictionary of Greek

  • λαύδανον — και λάβδανο και λήδανο και λάδονο, το (Α λάδανον και λήδονον) 1. (στο παρελθόν) το κεκαθαρμένο όπιο 2. κροκούχο βάμμα τού οπίου, που έχει σκοτεινό ερυθροκίτρινο χρώμα και πικρή γεύση και χρησιμοποιούνταν παλαιότερα ως αναλγητικό, κατευναστικό και …   Dictionary of Greek

  • LAUDANUM — (Heb. לוֹט, AV, myrrh ), one of the spices which the Ishmaelite caravan carried from Gilead to Egypt (Gen. 37:25). It is also included among the choice fruits of the land sent by Jacob to the ruler of Egypt (ibid. 43:11). onkelos translates lot… …   Encyclopedia of Judaism

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”