- λήϊος
λήϊος, wird bei Hesych. ἱερός u. ἄγγελος erklärt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λήϊος, wird bei Hesych. ἱερός u. ἄγγελος erklärt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυλήϊος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλά χωράφια με σιτηρά 2. αυτός που παράγει πολύ καρπό («πολυλήϊος ἄροσις», Άρατ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λήϊον «χωράφι με σιτηρά» (πρβλ. βαθυ λήϊος)] … Dictionary of Greek