- λήσμων
λήσμων, ον, vergessend, vergeßlich, erst Sp., wie Themist., τινός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λήσμων, ον, vergessend, vergeßlich, erst Sp., wie Themist., τινός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λήσμων — λήσμων, ον (Α) επιλήσμων, ξεχασιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λᾱθ μων (< θ. λᾱθ τού λανθάνω, [πρβλ. λήθη] + επίθημα μων), πρβλ. γνώ μων, τλή μων. Το σ τού τ. αναλογικά προς τους άλλους τού λανθάνω με σ (πρβλ. λήστις)] … Dictionary of Greek
λήσμων — unmindful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήσμονες — λήσμων unmindful masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιλήσμων — ἐπιλήσμων, ον (AM) αυτός που έχει την τάση να ξεχνά («δυσμαθέστερον ἀποβαίνειν καὶ ἐπιλησμονέστερον», Ξεν.) (| αρχ. αυτός που φέρνει λησμονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λήσμων < *λάθ μων < αορ. θ. λαθ. τού λανθάνω (πρβλ. αόρ. β’ έ λαθ ον) με σ… … Dictionary of Greek
λανθάνω — και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω) 1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ. β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ ἦγε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «λάθε βιώσας» να ζεις διακριτικά χωρίς να… … Dictionary of Greek
λησμονή — λησμονή, ἡ (ΑM) [λήσμων] λήθη, λησμονιά … Dictionary of Greek
λησμονώ — έω και άω και αλησμονώ (Μ λησμονῶ, έω και ἀλησμονώ) [λήσμων] 1. ξεχνώ ένα γεγονός ή ένα πράγμα, παύω να θυμάμαι, μού διαφεύγει κάτι («λησμόνησα τη διεύθυνση τού σπιτιού σου») 2. αμελώ ή παραβαίνω ανειλημμένο καθήκον ή υποχρέωση («λησμόνησε πάλι… … Dictionary of Greek
λησμοσύνη — η (Α λησμοσύνη, δωρ. τ. λησμοσύνα) [λήσμων] λήθη, λησμονιά νεοελλ. 1. το να λησμονεί κάποιος, ξέχασμα, ξεχασιά 2. η ιδιότητα τού επιλήσμονα, τού ξεχασιάρη («γεροντική λησμοσύνη») … Dictionary of Greek
πείσμων — ον 1. αυτός που έχει πείσμα, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, δύστροπος 2. αυτός που γίνεται με πείσμα, πεισματώδης, πεισματάρικος («προέβαλε πείσμονα αντίσταση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < *πείθ μων (< θ. πειθ τού πείθω) + επίθημα μων (πρβλ. λήσμων). Η λ.… … Dictionary of Greek