- θήρ-αγρος
θήρ-αγρος, das Wild fangend, πέδη Ion bei Ath. X, 451 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θήρ-αγρος, das Wild fangend, πέδη Ion bei Ath. X, 451 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύαγρος — (I) ο, ΝΜΑ αγριόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + αγρός (< ἀγρός), πρβλ. ἵππ αγρος]. (II) ὁ, Α (για κυνηγετικό σκύλο) αυτός που κυνηγά αγριόχοιρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + αγρός (< ἄγρα), πρβλ. θήρ αγρος, μύ αγρος] … Dictionary of Greek
θήραγρος — θήραγρος, ον (Α) 1. (για όργανο) κατάλληλος για τη σύλληψη άγριων ζώων («πέδη θήραγρος» 2. ονομασία κυνηγετικού σκύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + αγρος (< άγρα), πρβλ. μύ αγρος, πάν αγρος] … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
μοναγρία — μοναγρία, ἡ (Α) απομονωμένος αγρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + αγρία (< αγριος < ἄγριος), πρβλ. θηρ αγρία] … Dictionary of Greek