λήπτης

λήπτης

λήπτης, ὁ (λαμβάνω), der Nehmende, Empfangende, Zonar.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λήπτης — one who accepts masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήπτης — ο (Α λήπτης) αυτός που παίρνει, που δέχεται κάτι, παραλήπτης, δέκτης, αποδέκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λᾱβ (στην ιων. αττ. ληβ ) τού λαμβάνω (πρβλ. λήψη, λήμμα)] …   Dictionary of Greek

  • λήπτης — ο αυτός που παίρνει κάτι, ο αποδέκτης· συνηθίζεται για τον ασθενή στον οποίο γίνεται μεταμόσχευση ενός οργάνου: Ο λήπτης του ήπατος απέβαλε τελικά το μόσχευμα (αντίθ. δότης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ληπτῆς — ληπτός to be apprehended fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληπτῶν — λήπτης one who accepts masc gen pl ληπτός to be apprehended fem gen pl ληπτός to be apprehended masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήπτη — λήπτης one who accepts masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εργολήπτης — ο (AM ἐργολήπτης) ο εργολάβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έργο + λήπτης (< θηλ. ληπ τού μέλλ. λήψομαι τού ρ. λαμβάνω). Πρβλ. και παρα λήπτης, δωρο λήπτης] …   Dictionary of Greek

  • ηχολήπτης — ο ο υπεύθυνος για την εγγραφή τού ήχου (ηχοληψία) τεχνικός τών κινηματογραφικών ή τηλεοπτικών συνεργείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + λήπτης (< λαμβάνω), πρβλ. ανα λήπτης, παρα λήπτης. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sound engineer] …   Dictionary of Greek

  • μερολήπτης — ο αυτός που μεροληπτεί, μεροληπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + λήπτης (< λαμβάνω), πρβλ. δωρο λήπτης, προσωπο λήπτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Α. Φραντζή] …   Dictionary of Greek

  • πιστολήπτης — ο, θηλ. πιστολήπτρια, Ν (οικον.) το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παίρνει την πίστωση από τον πιστοδότη και το οποίο έχει την υποχρέωση να επιστρέψει το αντικείμενό της κατά τους συμφωνημένους ή τους ισχύοντες όρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίστη + λήπτης… …   Dictionary of Greek

  • προκολήπτης — ο, Ν αυτός που παίρνει προίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προίκα + λήπτης (< λαμβάνω), πρβλ. ηχο λήπτης. Η λ., στον πληθ. προικολῆπται, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”