- οἰωνο-σκοπία
οἰωνο-σκοπία, ἡ, Geschäft und Amt des οἰωνοσκόπος, Plut. de fluv. 6, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰωνο-σκοπία, ἡ, Geschäft und Amt des οἰωνοσκόπος, Plut. de fluv. 6, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζεσεοσκοπία — Επιστημονική μέθοδος που μελετά την ανύψωση του σημείου ζέσης ενός διαλύματος ως προς το σημείο ζέσης του καθαρού διαλύτη. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στην ταπείνωση της τάσης των ατμών, η οποία προκαλείται από την προσθήκη του διαλυτού. Η ευθεία … Dictionary of Greek
κεραυνοσκοπία — κεραυνοσκοπία, ἡ (Α) μαντεία που γινόταν με παρατήρηση των κεραυνών («τὰ περὶ τὴν κεραυνοσκοπίαν μάλιστα πάντων ἀνθρώπων ἐξειργάσαντο», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + σκοπιά (< σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ηπατο σκοπία, οιωνο… … Dictionary of Greek
κοιλιοσκοπία — η ιατρ. η λαπαροσκοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + συνδετικό φωνήεν ο + σκοπία (< σκοπῶ < σκόπος < σκέπτομαι), πρβλ. κρανιο σκοπία, οιωνο σκοπία] … Dictionary of Greek
τειχοσκοπία — η, ΝΜΑ 1. η παρακολούθηση τών κινήσεων τού αντιπάλου από τα τείχη 2. σκηνή τής ραψωδίας Γ τής Ιλιάδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + σκοπία (< σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο σκοπία] … Dictionary of Greek
ωμοπλατοσκοπία — η / ὠμοπλατοσκοπία, ΝΜ 1. (λαογρ.) είδος τεχνητής μαντείας από σημεία τής ωμοπλάτης αρνιού 2. φρ. «Περί ωμοπλατοσκοπίας» τίτλος πραγματείας τού Μιχαήλ Ψελλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμοπλάτη + σκοπία (< σκόπος < σκοπῶ), πρβλ. οἰωνο σκοπία] … Dictionary of Greek
ωοσκοπία — η / ᾠοσκοπία, ΝΑ, και ωοσκόπηση, Ν αβγομαντεία νεοελλ. (τροφ. τεχνολ.) η εξέταση τού περιεχομένου ακέραιων αβγών με τη βοήθεια ισχυρής φωτεινής δέσμης, για την ποιοτική ταξινόμησή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + σκοπία / σκόπηση (< σκόπος… … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek