- οἰωνο-σκόπος
οἰωνο-σκόπος, ὁ, der Vogelschauer, der die Stimme und den Flug der Vögel beobachtet und daraus weissagt, Eur. Suppl. 500, D. Hal. 3, 70, Plut. u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰωνο-σκόπος, ὁ, der Vogelschauer, der die Stimme und den Flug der Vögel beobachtet und daraus weissagt, Eur. Suppl. 500, D. Hal. 3, 70, Plut. u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek
ημεροσκόπος — ἡμεροσκόπος, ον (AM) το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡμεροσκόπος φρουρός που στέκεται σε ύψωμα για να ελέγχει τις κινήσεις τού εχθρού κατά τη διάρκεια τής ημέρας («λείποντες δὲ ἡμεροσκόπους περί τὰ ὑψηλά», Ηρόδ.) αρχ. επιτηρητής («πιστὸν ἡμεροσκόπον ὀφθαλμόν» … Dictionary of Greek
θηροσκόπος — θηροσκόπος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τής Αρτέμιδος) αυτός που θηρεύει θηρία, που αναζητεί άγρια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο σκόπος, τερα σκόπος] … Dictionary of Greek
ιεροσκόπος — ὁ (Α ἱεροσκόπος, ον) το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱεροσκόπος ο ιερομάντης*, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα εξετάζοντας τα σπλάχνα τών θυσιαζόμενων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + σκοπος (< σκοπός), πρβλ. οιωνο σκόπος, ορνεο σκόπος] … Dictionary of Greek
καιροσκόπος — ο, η (Α καιροσκόπος) αυτός που καραδοκεί την κατάλληλη ευκαιρία για να τήν εκμεταλλευθεί με αθέμιτα, συνήθως, μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο σκόπος, τερα σκόπος] … Dictionary of Greek
ζωοθυτοκαρδιηπατοσκόπος — ζῳοθυτοκαρδιηπατοσκόπος, ὁ (Α) αυτός που παρατηρεί, που εξετάζει τις καρδιές και τα ήπατα τών σφαγίων στις ζωοθυσίες για μαντεία, ο μάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωο θυτον (< ζω(ο) [ΙΙ]* + θυτος < θύω, πρβλ. ειδωλό θυτος, καλλί θυτος) + καρδία +… … Dictionary of Greek
ηλιοσκόπος — ἡλιοσκόπος, ὁ (Α) είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + σκόπος (< σκέπτομαι «παρατηρώ»), πρβλ. οιωνο σκόπος, χειρο σκόπος] … Dictionary of Greek
ηπατοσκόπος — ἡπατοσκόπος, ον (Α) αυτός που παρατηρεί ή εξετάζει το ήπαρ και μαντεύει από αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηπατο (< ήπαρ*) + σκόπος < σκοπός (πρβλ. οιωνο σκόπος)] … Dictionary of Greek
θεατρόσκοπος — θεατρόσκοπος, ό (Α) φανατικός θαμώνας τού θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεατρο + σκοπος (< σκοπώ), πρβλ. κατά σκοπος. οιωνο σκόπος] … Dictionary of Greek
θεμισκόπος — θεμισκόπος, ον (Α) αυτός που επισκοπεί τον νόμο, αυτός που επιτηρεί τον νόμο, τη δικαιοσύνη και την τάξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) + σκοπος (< σκέπτομαι «παρατηρώ»), πρβλ. κατά σκοπος, οιωνο σκόπος] … Dictionary of Greek
θυννοσκόπος — θυννοσκόπος, ὁ (Α) αυτός που παρακολουθούσε από κάποιο ψηλό μέρος τη διέλευση τών κοπαδιών τών τόν(ν)ων για να ειδοποιήσει τους ψαράδες να ρίξουν τα δίχτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύννος + σκόπος (< σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο σκόπος, ορνιθο σκόπος] … Dictionary of Greek