- παρα-μολεῖν
παρα-μολεῖν, aor. zu παραβλώσκω, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-μολεῖν, aor. zu παραβλώσκω, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… … Dictionary of Greek