- λώψ
λώψ, = λώπη, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λώψ, = λώπη, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λωψ — λώψ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «χλαμύς». [ΕΤΥΜΟΛ. < λώπη «επενδύτης, περίβλημα»] … Dictionary of Greek
αιμάλωψ — αἱμάλωψ, ωπος, ο (Α) 1. μάζα πηγμένου αίματος 2. μέρος τού σώματος όπου έχει μαζευτεί πηγμένο αίμα 3. θρόμβος, θρόμβωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + λωψ αν το αβέβαιης ετυμολογίας β΄ συνθ. λωψ συνδέεται προς τα λέπω* λώπη*, λῶπος* κ.τ.ό. τότε σχετίζεται … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αιγίλωψ — (aegilops). Επιστημονική ονομασία γένους μονοετών ποωδών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών. Είναι χρήσιμα φυτά, γιατί αποτελούν ζωοτροφή. Από τα 15 είδη του γένους τα 9 ανήκουν στην ελληνική χλωρίδα. Τα κυριότερα από τα ελληνικά είδη είναι ο α … Dictionary of Greek
aig-2 — aig 2 English meaning: oak Deutsche Übersetzung: “Eiche” Material: Gk. αἰγίλωψ “ an oaken kind “ (see under), presumably also κράτ αιγος, κρατ αιγών “ an uncertain type of tree “ (possibly “hard oak”). The outcome from αἰγίλωψ… … Proto-Indo-European etymological dictionary
μυρτίλωψ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ζῷόν τι». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι ο τ. συνδέεται με τα αἰγί λωψ, λῶπος, λέπω «ξεφλουδίζω» και ερμηνεύεται ως «ζώο που ξεφλουδίζει τη μυρτιά»] … Dictionary of Greek
lep-2 — lep 2 English meaning: to peel, flay Deutsche Übersetzung: “abschälen, abhäuten, abspalten” Material: Gk. λέπω ‘schale ab”, λέπος n., λοπός m. “bowl, bark, skin” (ὀλόπτω ‘schäle ab”), λεπίς, λοπίς f. “ scale, husk, bowl, bark”,… … Proto-Indo-European etymological dictionary