- οἰσύπη
οἰσύπη, ἡ, ion. = οἴσυπος; Hippocr. sagt auch οἰσύπη αἰγός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰσύπη, ἡ, ion. = οἴσυπος; Hippocr. sagt auch οἰσύπη αἰγός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰσύπη — the grease extracted from sheep s wool fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰσύπῃ — οἰσύπη the grease extracted from sheep s wool fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οισύπη — η (Α οἰσύπη και οἴσυπος, ὁ) λιπώδης ουσία που εκκρίνεται από το μαλλί, κυρίως τών προβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνθ. λ. με α συνθετικό τον τ. ὄ(F)ις «πρόβατο» (χωρίς συνδετικό φωνήεν ο ) και β συνθετικό μία αμάρτυρη λ. *σύπη (πρβλ.… … Dictionary of Greek
οἰσύπην — οἰσύπη the grease extracted from sheep s wool fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰσύπης — οἰσύπη the grease extracted from sheep s wool fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οισυπηρός — οἰσυπηρός, ά, όν (Α) αυτός που είναι γεμάτος από οισύπη, λιπαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύπη «λιπώδης ουσία που εκκρίνεται από το έριο τών προβάτων» + κατάλ. ηρός (πρβλ. λυπ ηρός, τολμ ηρός] … Dictionary of Greek
οισυπώ — οἰσυπῶ, όω (Α) [οισύπη] είμαι γεμάτος οισύπη … Dictionary of Greek
οίσπη — οἴσπη, ἡ (Α) κοπριά και, ιδίως, οι ακαθαρσίες που προσκολλώνται στα οπίσθια τών αιγοπροβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. γρφ. τής λ. οἰσύπη, ενώ κατ άλλους ο τ. έχει σχηματιστεί με συγκοπή] … Dictionary of Greek
οίσυπον — οἴσυπον, τὸ (Α) [οισύπη] το λαύδανο … Dictionary of Greek
οίσυπος — οἴσυπος, ὁ (Α) βλ. οισύπη … Dictionary of Greek
οισυπίς — οἰσυπίς, ἡ (Α) [οισύπη] τούφα από λιπαρό μαλλί προβάτου … Dictionary of Greek