- οἰσυπόεις
οἰσυπόεις, εσσα, εν, = οἰσυπηρός, οἰσυποῦντα ἔρια, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰσυπόεις, εσσα, εν, = οἰσυπηρός, οἰσυποῦντα ἔρια, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οισυπόεις — οἰσυπόεις, εσσα, εν (Α) οισυπώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύπη «λιπώδης ουσία που εκκρίνεται από το έριο τών προβάτων» + κατάλ. όεις (πρβλ. καμπυλ όεις, μηχαν όεις)] … Dictionary of Greek