οἰστρήεις

οἰστρήεις

οἰστρήεις, εσσα, εν, von den Bremsen gestochen, wüthend; Opp. Cyn. 2, 423; Nonn. Io. 18, 13.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οιστρήεις — οἰστρήεις, εσσα, ῆεν (Α) 1. αυτός που επιφέρει μανία 2. αυτός που καθίσταται μανιώδης από δήγμα οίστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + κατάλ. ήεις (πρβλ. ονειρ ήεις)] …   Dictionary of Greek

  • οἰστρήεις — stinging to madness masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰστρήεντα — οἰστρήεις stinging to madness neut nom/voc/acc pl οἰστρήεις stinging to madness masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰστρήεντας — οἰστρήεις stinging to madness masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰστρήεντες — οἰστρήεις stinging to madness masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰστρήεντι — οἰστρήεις stinging to madness masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰστρήεντος — οἰστρήεις stinging to madness masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • οίστρος — ο (ΑΜ οἶστρος) 1. μεγάλη μύγα, κυκλόρραφο έντομο, που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί γένος τής οικογένειας οίστρίδες και τού οποίου οι προνύμφες που εισδύουν στα διάφορα όργανα τών κατοικίδιων ζώων προκαλούν τις μυιάσεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”