- πραγματία
πραγματία, ἡ, f. L. für πραγματεία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πραγματία, ἡ, f. L. für πραγματεία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πραγματία — πραγματίᾱ , πραγματίας tiresome masc nom/voc/acc dual πραγματίας tiresome masc voc sg πραγματίᾱ , πραγματίας tiresome masc voc sg (attic) πραγματίᾱ , πραγματίας tiresome masc gen sg (doric aeolic) πραγματίας tiresome masc nom sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγμάτια — πραγμάτιον trifling matter neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματίας — πραγματίᾱς , πραγματίας tiresome masc acc pl πραγματίᾱς , πραγματίας tiresome masc nom sg (attic epic doric aeolic) πραγματίᾱς , πραγματίη prosecution of business fem acc pl πραγματίᾱς , πραγματίη prosecution of business fem gen sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγμάτι' — πραγμάτια , πραγμάτιον trifling matter neut nom/voc/acc pl πραγμάτιαι , πραγματίη prosecution of business fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)