- οἰστρο-πλήξ
οἰστρο-πλήξ, ῆγος, ὁ, von der Bremse gestochen, wüthend; von der Io, Aesch. Prom. 684, wie Soph. El. 5; vgl. Eur. Bacch. 1227; Plut. frg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰστρο-πλήξ, ῆγος, ὁ, von der Bremse gestochen, wüthend; von der Io, Aesch. Prom. 684, wie Soph. El. 5; vgl. Eur. Bacch. 1227; Plut. frg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεθυπλήξ — μεθυπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει χτυπηθεί από το κρασί, ο μεθυσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + πλήξ, πλῆγος (< πλήττω), πρβλ. κυματο πλήξ, οιστρο πλήξ] … Dictionary of Greek
σοροπλήξ — ῆγος, ὁ, ἡ, Α σοροδαίμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σορός + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. κυματο πλήξ, οιστρο πλήξ] … Dictionary of Greek
συοπλήξ — ῆγος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που χτυπήθηκε από αγριόχοιρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + πλήξ (< πλήσσω «χτυπώ»), πρβλ. βου πλήξ, οιστρο πλήξ] … Dictionary of Greek
φρενοπλήξ — ῆγος, ὁ, ἡ, Α φρενόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. κυματο πλήξ, οἰστρο πλήξ] … Dictionary of Greek
φωτοπλήξ — πλῆγος, ὁ, ἡ, Α αυτός που πλήττει κάποιον ή κάτι με ακτίνες φωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. κυματο πλήξ, οἰστρο πλήξ] … Dictionary of Greek
πάμπληξ — πάμπληξ, ηγος, ὁ (Μ) (για τον αιρεσιάρχη Νεστόριο) αυτός που έχει καταληφθεί εντελώς από μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πλήξ, ῆγος (< πλήττω*), πρβλ. οιστρο πλήξ] … Dictionary of Greek
οιστροπλήξ — οἰστροπλήξ, πλῆγος, ὁ, η (Α) (ποιητ. τ.) (για την Ιώ και για τις Βάκχες) αυτός που έχει πληγεί από τον οίστρο, μανιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. ονειρο πλήξ] … Dictionary of Greek