θώσσω

θώσσω

θώσσω, = ϑωρήσσω 2, ϑωχϑείς, ϑωρηχϑείς, μεϑυσϑείς führt Hesych. aus Soph. (frg. 183) an. Vgl. ϑῶμαι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θώσσω — (Α) ευφραίνω με ποτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη πρόκειται για συντετμημένο τ. τού θωρήσσω* που αργότερα συνδέθηκε παρετυμολογικά με το θήγω «ακονίζω, διεγείρω»] …   Dictionary of Greek

  • θωστήριον — θωστήριον, τὸ (Α) [θώσσω] (κατά τον Ησύχ.) «ευωχητήριον, εορτή» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”