λᾱρός

λᾱρός

λᾱρός (ΛΑΩ, λαύω), wohlschmeckend, süß, λαρόν τέ οἱ αἱμ' ἀνϑρώπου Il. 17, 572, λαρὸν παρὰ δεῖπνον ἔϑηκας 19, 316, οἶνον – ἄφυσσον ἡδύν, ὅτις μετὰ τὸν λαρώτατος ὃν σὺ φυλάσσεις (des Verses wegen für λαρότατος) Od. 2, 349; sp. D., εἴδατα καὶ μέϑυ λαρόν Ap. Rh. 1, 456; ἡμερίς Thall. 4 (IX, 220); ὕδωρ Plat. 15 (IX, 826). – Auch vom Gesicht, lieblich anzuschauen, Hes. frg.; Apollo, Hymn. (IX, 525, 12). – Vom Geruch, wohlriechend, τοῠ δ' ἄμβροτος ὀδμὴ τηλόϑι καὶ λειμῶνος ἐκαίνυτο λαρὸν ἀϋτμήν Mosch. 2, 92; ϑύοις ὕπο λαρὸν ὄδωδεν D. Per. 936; ἄνϑεα Ep. 695, a (App. 306). – Und sonst bei sp. D. nicht selten, angenehm, genußreich, ἔπος Agath. 39 (VII, 602), χείλεα Alc. Mess. 12 (Plan. 226). – Compar. λαρότερον, Simonds. 48 (VII, 24).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαρός — λαρός, όν (Α) ευχάριστος στη γεύση, στην οσμή, στην όψη ή στην ακοή (α. «λαρώτατος οἶνος», Ομ. Οδ. β. «λαρὸν ἔπος», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο υπερθετικός τού επιθ. λᾱρώτατος με το ω τής κατάλ. αφήνει να εννοηθεί ότι το α τού τ. θα πρέπει στην… …   Dictionary of Greek

  • λάρος — sea mew masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρος — ο (AM λάρος) είδος θαλάσσιου πτηνού, ο γλάρος («σεύατ ἔπειτ ἐπὶ κῡμα λάρῳ ὄρνιθι ἑοικώς», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. μτφ. (για δημαγωγό, ιδίως για τον Κλέωνα) άπληστος («λάρος κεχηνὼς ἐπὶ πέτρας δημηγορῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. ανόητος, μωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Για… …   Dictionary of Greek

  • λαρός — λᾱρός , λαρός pleasant to the taste masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαρός, Γιόχαν — (Johann Laroche, Μπρατισλάβα 1745 – Βιέννη 1806). Γερμανός ηθοποιός του θεάτρου. Το όνομά του συνδέθηκε άρρηκτα με τον σκηνικό ήρωα Κάσπερλ, με τον οποίο κατέληξε να ταυτιστεί. Ο Κάσπερλ αποτελούσε τυπική μορφή της αυστριακής λαϊκής κωμωδίας. Στο …   Dictionary of Greek

  • λάρε — λάρος sea mew masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάροι — λάρος sea mew masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάροις — λάρος sea mew masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρον — λάρος sea mew masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρου — λάρος sea mew masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρους — λάρος sea mew masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”