οὖας

οὖας

οὖας, ατος, τό, ion. = οὖς, das Ohr; Hom. Il. oft, ἵππων μ' ὠκυπόδων ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει 10, 535, αἲ γὰρ ἀπ' οὔατος εἴη ἐμεῦ ἔπος, 22, 454, wie 18, 272, wenn es meinem Ohr fern bliebe, wenn ich das nicht hören müßte; εἰσί μοι ὀφϑαλμοί τε καὶ οὔατα, Od. 20, 365; ὀφϑαλμοῖσιν ἰδεῖν ἠδ' οὔασιν ὄσσαν ἀκοῦσαι, Hes. Th. 701. – Auch Henkel an Gefäßen, Il. 11, 633. 18, 378 u. einzeln bei sp. D. – Vgl. οὖς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ούας — οὖας, τὸ (Α) (ποιητ. τ.) βλ. οὖς …   Dictionary of Greek

  • οὖας — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ους — το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς) 1. μέλος τού σώματος, όργανο τής ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ. β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ) 2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση τής …   Dictionary of Greek

  • ετερούας — ἑτερούας, ατος, ὁ, ἡ (ΑΜ) (ορθότ. ἑτέρουας) 1. αυτός που έχει ένα αφτί 2. (για αγγείο) αυτός που έχει μία μόνο λαβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + ούας, μτγν. τ. τού ους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”