οὖς

οὖς

οὖς, τό, aus οὖας zsgz. u. dah. im gen. ὠτός, ὦτα, ὤτων, dat. plur. statt ὠσίν bei Sp. auch ὤτοις, vgl. Lob. Phryn. 211, – das Ohr, auris, bei den Lacedämoniern u. Kretern αὖς, αὐτός, lautend; Hom. hat von dieser Form nur den acc. sing. οὖς, Il. 11, 109. 20, 473, u. den dat. plur. ὠσίν, Od. 12, 200; ἐν ὠσὶ νωμῶν καὶ φρεσίν, Aesch. Spt. 25, wie δι' ὤτων φρενός τε δαμίας περαῖνον Ch. 54; βοᾷ δ' ἐν ώσὶ κέλαδος, Pers. 597; τοῦτο διαμπερὲς οὖς ἵκετ' ἅπερ τε βέλος, Ch. 374; ὀρϑὸν οὖς ἵστησιν, Soph. El. 27, vom Pferde, die Ohren spitzen (vgl. Luc. Tim. 23 u. a. Sp., ἑστῶσιν ὠσίν τι ἀκοῦσαι, Aristid.); τυφλὸς τά τ' ὦτα τόν τε νοῦν τά τ' ὄμματ' εἶ, O. R. 371; καί με φϑόγγος οἰκείου κακοῠ βάλλει δι' ὤτων, Ant. 1173, öfter, wie Eur. u. sp. D., χ' ἁμῖν τοῦτο δι' ὠτὸς ἔγεντο Theocr. 14, 27; Her. gew. im plur., 1, 8. 4, 29. 7, 39; προςκύψας μοι σμικρὸν πρὸς τὸ οὖς, Plat. Euthvd. 275 a; παρεῖχον τὰ ὦτα, Crat. 396 d, u. öfter in ähnl. Vrbdgn, sein Ohr leihen; ἐπισχόμενος τὰ ὦτα, Conv. 216 a u. öfter, u. Folgende; λόγους ψιϑοροὺς πλάσσων εἰς ὦτα φέρει πᾶσιν Ὀδυσσεύς, Soph. Aj. 149, wie auch wir sagen »ins Ohr flüstern«, heimlich; so Sp., wie Plut. – Uebertr. wie ὀφϑαλμός, ὦτα καὶ ὀφϑαλμοὶ πολλοὶ βασιλέως, Luc. adv. ind. 23, von den Dienern des Königs; vgl. Schol. Ar. Ach. 92; Plut. de curiosit. 16 τὸ τῶν λεγομένων ὤτων καὶ προςαγω γέων γένος. – An Gefäßen, wie Bechern und Krügen, der Henkel, Handgriff, Ath. XI, 474 d, Plut. u. a. Sp.; – οὖς Ἀφροδίτης hieß eine Muschelart, Ath. III, 88 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • .ούς — οὕς , ὅς yas masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὖς — Cultes Egyptiens neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ους — το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς) 1. μέλος τού σώματος, όργανο τής ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ. β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ) 2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση τής …   Dictionary of Greek

  • .ους — ἐς , εἰς into proclitic indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • .οῦς — ἐ̄ς , εἰς into proclitic indeclform (prep) ὗς , ὗς the wild swine masc/fem nom pl (attic) ὗς , ὗς the wild swine masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὑς — ἐς , εἰς into proclitic indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὕς — ὅς yas masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὗς — ἐ̄ς , εἰς into proclitic indeclform (prep) ὗς , ὗς the wild swine masc/fem nom pl (attic) ὗς , ὗς the wild swine masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οὐδ’ ὅσον κνήσασθαι τὸ οὖς σχωλὴν ἄγω. — См. Недосуг носа утереть …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • παράρ(ρ)ους — ουν, και παράρ(ρ)οος, οον, Α [παραρρέω] φρ. (αιτ. πληθ.) «παράρους κεραμίδας» κεραμίδια που εξέχουν για να συλλέγουν το νερό τής βροχής επιγρ …   Dictionary of Greek

  • μέσο ους — Κοιλότητα στο εσωτερικό μέρος του ακουστικού τύμπανου, που περιέχει τρία μικροσκοπικά οστάρια, τη σφύρα, τον άκμονα και τον αναβολέα, τα οποία μεταβιβάζουν τους ηχητικούς κραδασμούς και αποτελούν τμήμα του μηχανισμού της ακοής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”