- οὕτερος
οὕτερος, ion. = ὁ ἕτερος, Her. 1, 34. 134, neutr. τοὔτερον, 1, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οὕτερος, ion. = ὁ ἕτερος, Her. 1, 34. 134, neutr. τοὔτερον, 1, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ούτερος — οὕτερος, ουδ. τοὔτερον (Α) ιων. τ. ο έτερος … Dictionary of Greek
οὕτερος — ἕτερος , ἕτερος D Mort. masc nom sg ὄτερος , ὄτερος yatarás masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτερος — έρα, ο (ΑΜ ἕτερος, έρα, ον Α και δωρ. ἅτερος και αιολ. ἄτερος και ιων. οὕτερος και μτγν. θάτερος) 1. (αντ. επιμερ.) άλλος 2. διαφορετικός, αλλιώτικος 3. (με άρθρο) ο έτερος ο ένας από τους δύο («ο έτερος τών κατηγορουμένων») 4. φρ. α) «αφ ετέρου» … Dictionary of Greek
φιλώ — (I) άω, Ν βλ. φιλώ (II). (II) φιλῶ, έω, ΝΜΑ, και φιλώ, άω, και μέσ. φιλιούμαι και φιλιέμαι, Ν, και αιολ. τ. φίλημμι και βοιωτ. τ. φίλειμι Α [φίλος] 1. δίνω φιλί, ασπάζομαι (α. «τὸν αγκάλιασε και τὸν φίλησε» β. «φιλεῑν κατὰ τὸ στόμα», Ανθ. Παλ.) 2 … Dictionary of Greek