- οὔλαφος
οὔλαφος (?), erkl. Hesych. νεκρός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οὔλαφος (?), erkl. Hesych. νεκρός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ούλαφος — οὔλαφος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νεκρός». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < οὖλος (III) «ολέθριος» + εκφρ. επίθημα φος (πρβλ. κρότος: κρόταφος). Κατ άλλη άποψη, πρόκειται για σύνθ. με β συνθετικό τη λ. ἀφή] … Dictionary of Greek
ουλαφηφόρος — οὐλαφηφόρος, ὁ (Α) αυτός που μεταφέρει νεκρό, νεκροφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὔλαφος + φόρος*] … Dictionary of Greek