οὔϊγγον,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ούιγγον — οὔϊγγον και οὔϊπον και οὔϊτον, τὸ (Α) αιγυπτιακό φυτό, ίσως η κολοκασία η αρχαία, με βολβώδη ρίζα που τρώγεται … Dictionary of Greek