- οὔρισμα [2]
οὔρισμα, τό, von οὐρίζω, günstiger Wind (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οὔρισμα, τό, von οὐρίζω, günstiger Wind (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ούρισμα — οὔρισμα, τὸ (Α) ιων. τ. βλ. όρισμα … Dictionary of Greek
οὔρισμα — ὅρισμα boundary neut nom/voc/acc sg (ionic) οὔρισμα boundary line neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρισμα — το (Α ὅρισμα, ιων. τ. οὔρισμα) [ορίζω] νεοελλ. φρ. «όρισμα μιγαδικού αριθμού» μαθημ. η γωνία η οποία σχηματίζεται μεταξύ τού άξονα τών πραγματικών αριθμών και τής ακτίνας που συνδέει την αρχή τών ορθογώνιων συντεταγμένων με ένα σημείο τού… … Dictionary of Greek
οὐρίσματα — ὅρισμα boundary neut nom/voc/acc pl (ionic) οὔρισμα boundary line neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)