- παρα-βουλεύομαι
παρα-βουλεύομαι, = παραβολεύομαι, N. T. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-βουλεύομαι, = παραβολεύομαι, N. T. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek