οὐθένεια, ἡ, οὐϑ-έτερος, spätere Formen für οὐδένεια u. οὐδέτερος. Vgl. οὐϑείς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ουθένεια — οὐθένεια και οὐθενία, ἡ (Α) βλ. οὐδένεια … Dictionary of Greek
ουδένεια — οὐδένεια και οὐδενία και οὐθένεια, ἡ (Α) [ουδέν] μηδαμινότητα, αναξιότητα, ευτέλεια … Dictionary of Greek